- τήνελλος
- και τήνεβλος, -ον, Α [τήνελλα]αυτός που επευφημείται με το επιφώνημα τήνελλα* («ἐὰν νικᾱς..., τήνελλος εἶ», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τήνελλος — τήνελλα Hurrah! masc nom sg τήνελλος Hurrah! masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήνεβλος — ον, Α βλ. τήνελλος … Dictionary of Greek
τήνελλα — Hurrah! indeclform (indecl) τήνελλα Hurrah! neut nom/voc/acc pl τήνελλος Hurrah! neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)